I. sordocieco <m.πλ sordociechi, f.pl. sordocieche> [sordoˈtʃɛko, ki, ke] ΕΠΊΘ
II. sordocieco (sordocieca) <m.πλ sordociechi, f.pl. sordocieche> [sordoˈtʃɛko, ki, ke] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- sordocieco (sordocieca)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.