στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
Great Australian Bight [βρετ ˌɡreɪt ɒˌstreɪlɪən ˈbʌɪt, αμερικ ˌɡreɪt ɔˌstreɪliən ˈbaɪt] ΟΥΣ
I. Australian [βρετ ɒˈstreɪlɪən, ɔːˈstreɪlɪən, αμερικ ɔˈstreɪliən] ΕΠΊΘ
II. Australian [βρετ ɒˈstreɪlɪən, ɔːˈstreɪlɪən, αμερικ ɔˈstreɪliən] ΟΥΣ (person)
I. great [βρετ ɡreɪt, αμερικ ɡreɪt] ΕΠΊΘ
II. great [βρετ ɡreɪt, αμερικ ɡreɪt] ΕΠΊΡΡ οικ
III. great [βρετ ɡreɪt, αμερικ ɡreɪt] ΟΥΣ
V. Greats
στο λεξικό PONS
I. Australian ΟΥΣ
II. Australian ΕΠΊΘ
II. great [greɪt] ΕΠΊΘ
1. great (very big, very good):
2. great (wonderful):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- greaser
- grease stain
- greasiness
- greasing
- greasy
- Great Australian Bight
- Great Barrier Reef
- Great Bear
- great big
- Great Britain
- greatcoat