στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
στο λεξικό PONS
grandissimo [gran·ˈdis·si·mo]
grandissimo superlativo di grande
I. grande <più grande [o maggiore], grandissimo [o massimo] [o sommo]> [ˈgran·de] ΕΠΊΘ
2. grande (alto: persona):
II. grande <più grande [o maggiore], grandissimo [o massimo] [o sommo]> [ˈgran·de] ΟΥΣ αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.