στο λεξικό PONS
I. na·tion·al [ˈnæʃənəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. national (of a nation):
2. national (particular to a nation):
3. national (nationwide):
II. na·tion·al [ˈnæʃənəl] ΟΥΣ
cur·ren·cy [ˈkʌrən(t)si, αμερικ ˈkɜ:r-] ΟΥΣ
1. currency (money):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
usable national currency ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Urstromtal
- urtext
- Uruguay
- Uruguayan
- Uruguayan peso
- usable national currency
- USAF
- us-against-them mentality
- usage
- usage-based
- USB