στο λεξικό PONS
I. dai·ly [ˈdeɪli] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. daily (every day):
II. dai·ly [ˈdeɪli] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
III. dai·ly [ˈdeɪli] ΟΥΣ
1. daily (newspaper):
2. daily βρετ dated οικ (cleaner):
dai·ly quo·ˈta·tion ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
dai·ly ˈnews·pa·per ΟΥΣ
dai·ly ˈhelp ΟΥΣ βρετ dated
daily help → daily
ˈqual·ity dai·ly ΟΥΣ (newspaper)
dai·ly ˈsales re·turns ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
rec·om·mend·ed dai·ly al·ˈlow·ance ΟΥΣ esp αμερικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
daily settlement ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
daily loss ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Tagesverlust αρσ
daily turnover ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Tagesumsatz αρσ
daily balancing ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
daily settlement price ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
daily price limit ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
daily benefits insurance ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
daily audit report ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
daily supply
daily commuter
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.