στο λεξικό PONS
I. in·take [ˈɪnteɪk] ΟΥΣ
1. intake (act):
3. intake (number of people):
4. intake ΜΗΧΑΝΙΚΉ, ΤΕΧΝΟΛ:
ˈin·take class ΟΥΣ
- intake class
- Anfängerklasse θηλ
intake valve ΟΥΣ
- intake valve ΑΥΤΟΚ
- Einlassventil ουδ
-
- etw verbrennen
-
- Lufteinlass αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
credit intake ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- credit intake
- Kreditaufnahme θηλ
-
- credit intake
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
calorie intake ΟΥΣ
- calorie intake
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.