στο λεξικό PONS
I. fore·cast [ˈfɔ:kɑ:st, αμερικ ˈfɔ:rkæst] ΟΥΣ
II. fore·cast <-cast [or -casted], -cast [or -casted]> [ˈfɔ:kɑ:st, αμερικ ˈfɔ:rkæst] ΡΉΜΑ μεταβ
I. to·tal [ˈtəʊtəl, αμερικ ˈtoʊt̬əl] ΟΥΣ
II. to·tal [ˈtəʊtəl, αμερικ ˈtoʊt̬əl] ΕΠΊΘ
1. total προσδιορ, αμετάβλ (complete):
III. to·tal <βρετ -ll- [or αμερικ usu -l-]> [ˈtəʊtəl, αμερικ ˈtoʊt̬əl] ΡΉΜΑ μεταβ
I. prof·it [ˈprɒfɪt, αμερικ ˈprɑ:-] ΟΥΣ
1. profit (money earned):
II. prof·it [ˈprɒfɪt, αμερικ ˈprɑ:-] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. profit (gain financially):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
total profit forecast ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
forecast ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
| I | forecast |
|---|---|
| you | forecast |
| he/she/it | forecasts |
| we | forecast |
| you | forecast |
| they | forecast |
| I | forecast |
|---|---|
| you | forecast |
| he/she/it | forecast |
| we | forecast |
| you | forecast |
| they | forecast |
| I | have | forecasted |
|---|---|---|
| you | have | forecasted |
| he/she/it | has | forecasted |
| we | have | forecasted |
| you | have | forecasted |
| they | have | forecasted |
| I | had | forecasted |
|---|---|---|
| you | had | forecasted |
| he/she/it | had | forecasted |
| we | had | forecasted |
| you | had | forecasted |
| they | had | forecasted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.