στο λεξικό PONS
meth·od [ˈmeθəd] ΟΥΣ
1. method (way of doing sth):
I. stand·ard [ˈstændəd, αμερικ -dɚd] ΟΥΣ
1. standard (level of quality):
2. standard (criterion):
3. standard (principles):
4. standard (currency basis):
8. standard ΒΟΤ:
-
- Blumenblatt ουδ
10. standard αμερικ (car):
-
- Schaltwagen αρσ
II. stand·ard [ˈstændəd, αμερικ -dɚd] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. standard (customary):
2. standard (average):
3. standard (authoritative):
-
- Standardtext αρσ
4. standard ΓΛΩΣΣ:
5. standard αμερικ (manual):
6. standard ΧΗΜ:
-
- Urtiter αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
standard method ΟΥΣ CTRL
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.