στο λεξικό PONS


Maß·stab [ˈm:sʃta:p] ΟΥΣ αρσ
1. Maßstab (Größenverhältnis):
2. Maßstab (Kriterium):


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


Maßstab ΟΥΣ αρσ CTRL
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.