στο λεξικό PONS
so·cial ˈsys·tem ΟΥΣ
sys·tem [ˈsɪstəm] ΟΥΣ
1. system (network):
3. system (method of organization):
4. system ΑΣΤΡΟΝ:
5. system (way of measuring):
7. system ΙΑΤΡ:
8. system μειωτ:
I. so·cial1 [ˈsəʊʃəl, αμερικ ˈsoʊ-] ΕΠΊΘ
1. social (of human contact):
2. social ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ (concerning society):
3. social ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ (of human behaviour):
4. social (concerning the public):
5. social ΖΩΟΛ, ΒΙΟΛ (living together):
II. so·cial1 [ˈsəʊʃəl, αμερικ ˈsoʊ-] ΟΥΣ βρετ
so·cial2 [αμερικ ˈsoʊʃəl] ΟΥΣ αμερικ οικ
social συντομογραφία: Social Security Number
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
social security system ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
social welfare system ΟΥΣ
social [ˈsəʊʃl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.