στο λεξικό PONS
pen·al·ty [ˈpenəlti, αμερικ -t̬i] ΟΥΣ
1. penalty ΝΟΜ:
2. penalty μτφ (punishment):
3. penalty (disadvantage):
ˈpen·al·ty rate ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
- Negativzins αρσ
ˈpen·al·ty charge ΟΥΣ
-
- Strafgebühr θηλ
ˈcon·tract pen·al·ty ΟΥΣ ΝΟΜ
pre·ˈpay·ment pen·al·ty ΟΥΣ
con·trac·tual ˈpen·al·ty ΟΥΣ ΝΟΜ
ˈpen·al·ty clause ΟΥΣ
penalty shootout ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
penalty charge ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Strafgebühr θηλ
penalty clause ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
delay penalty ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
contractual penalty ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
delayed delivery penalty ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
delayed acceptance penalty ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.