στο λεξικό PONS
ˈli·cence hold·er, αμερικ ˈli·cense hold·er ΟΥΣ
hold·er [ˈhəʊldəʳ, αμερικ ˈhoʊldɚ] ΟΥΣ
1. holder (device):
2. holder (person):
li·cence, αμερικ li·cense [ˈlaɪsən(t)s] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
licence holder ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Konzessionär αρσ
licence, license αμερικ ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Bewilligung θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.