στο λεξικό PONS
Kon·zes·si·o·när(in) <-s, -e> [kɔntsɛsi̯oˈnɛ:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Konzessionär(in)
-
-
- konzessionär
-
- Konzessionär(in) αρσ (θηλ) <-s, -e>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
konzessionär ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- konzessionär
-
- konzessionär
-
-
- konzessionär
-
- konzessionär
-
- Konzessionär αρσ
-
- Konzessionär αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.