στο λεξικό PONS
con·ces·sion·aire [kənˌseʃənˈeəʳ, αμερικ -ˈer] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ
- concessionaire
-
- concessionaire
-
- Konzessionär(in)
- concessionaire
-
- concessionaire
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
concessionaire ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- concessionaire
- Konzessionär αρσ
- concessionaire
-
-
- concessionaire
-
- concessionaire
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.