στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
concessionary ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- concessionary
-
concessionary loan ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- concessionary loan
-
concessionary flow ΟΥΣ CTRL
- concessionary flow (konzessionärer Kapitalstrom)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.