στο λεξικό PONS
con·ˈces·sion ob·li·ga·tion ΟΥΣ ΝΟΜ
con·ces·sion [kənˈseʃən] ΟΥΣ
1. concession (compensation):
2. concession (compromise):
- to make a concession [to sb]
-
3. concession (consideration):
4. concession (admission of defeat):
5. concession ΟΙΚΟΝ:
6. concession ΝΟΜ:
7. concession ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
- concession of shares
-
ob·li·ga·tion [ˌɒblɪˈgeɪʃən, αμερικ ˈɑ:blə-] ΟΥΣ
1. obligation (act of being bound):
2. obligation (duty to pay a debt) ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ:
3. obligation (bond) ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
concession obligation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
concession ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Konzession θηλ
concession ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Zulassung θηλ
obligation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.