στο λεξικό PONS
I. hedge [heʤ] ΟΥΣ
2. hedge μτφ:
3. hedge ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. hedge [heʤ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. hedge (surround):
III. hedge [heʤ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. hedge:
cur·ren·cy [ˈkʌrən(t)si, αμερικ ˈkɜ:r-] ΟΥΣ
1. currency (money):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
hedge currency ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
hedge ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
| I | hedge |
|---|---|
| you | hedge |
| he/she/it | hedges |
| we | hedge |
| you | hedge |
| they | hedge |
| I | hedged |
|---|---|
| you | hedged |
| he/she/it | hedged |
| we | hedged |
| you | hedged |
| they | hedged |
| I | have | hedged |
|---|---|---|
| you | have | hedged |
| he/she/it | has | hedged |
| we | have | hedged |
| you | have | hedged |
| they | have | hedged |
| I | had | hedged |
|---|---|---|
| you | had | hedged |
| he/she/it | had | hedged |
| we | had | hedged |
| you | had | hedged |
| they | had | hedged |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- hectic
- hectoliter
- hectolitre
- hector
- hectoring
- hedge currency
- hedged
- hedged expenses
- hedge fund
- hedgehog
- hedge-hop