στο λεξικό PONS
lia·bil·ity [ˌlaɪəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. liability no pl (legal responsibility):
2. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debts):
3. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debtors):
- liabilities pl
- Kreditoren pl
for·eign [ˈfɒrɪn, αμερικ ˈfɔ:rɪn] ΕΠΊΘ
1. foreign αμετάβλ (from another country):
2. foreign (of other countries):
3. foreign κατηγορ (not known):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
foreign liability ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
liability ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
foreign, alien ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.