στο λεξικό PONS
ex·po·sure [ɪkˈspəʊʒəʳ, ekˈ-, αμερικ -ˈspoʊʒɚ] ΟΥΣ
1. exposure (being unprotected):
2. exposure no pl (contact with elements):
3. exposure no pl (revelation):
4. exposure no pl (media coverage):
5. exposure ΦΩΤΟΓΡ:
7. exposure (position):
8. exposure no pl (contact):
9. exposure ΟΙΚΟΝ (risk assessment):
10. exposure ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
-
- Haltedauer θηλ
for·eign [ˈfɒrɪn, αμερικ ˈfɔ:rɪn] ΕΠΊΘ
1. foreign αμετάβλ (from another country):
2. foreign (of other countries):
3. foreign κατηγορ (not known):
exposure ΟΥΣ
- exposure ΤΕΧΝΟΛ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
foreign exposure ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
exposure ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Haltedauer θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
foreign, alien ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.