στο λεξικό PONS
For·eign and ˈCom·mon·wealth Of·fice ΟΥΣ no pl βρετ
of·fice [ˈɒfɪs, αμερικ ˈɑ:-] ΟΥΣ
1. office:
2. office βρετ ΠΟΛΙΤ (government department):
for·eign [ˈfɒrɪn, αμερικ ˈfɔ:rɪn] ΕΠΊΘ
1. foreign αμετάβλ (from another country):
2. foreign (of other countries):
3. foreign κατηγορ (not known):
office ΟΥΣ
-
- Geschäftssitz αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
office ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Stützpunkt αρσ
office ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
foreign, alien ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.