στο λεξικό PONS
pay·ment [ˈpeɪmənt] ΟΥΣ
1. payment (sum):
for·eign [ˈfɒrɪn, αμερικ ˈfɔ:rɪn] ΕΠΊΘ
1. foreign αμετάβλ (from another country):
2. foreign (of other countries):
3. foreign κατηγορ (not known):
payment ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
foreign payment ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
foreign payment transaction ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
foreign trade payment order ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
payment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Abrechnung θηλ
-
- Begleichung θηλ
payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
foreign, alien ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.