στο λεξικό PONS
For·eign ˈSec·re·tary ΟΥΣ βρετ
sec·re·tary [ˈsekrətəri, αμερικ -teri] ΟΥΣ
1. secretary (office assistant):
2. secretary ΟΙΚΟΝ:
3. secretary βρετ (assistant ambassador):
4. secretary ΠΟΛΙΤ:
- secretary βρετ
-
Sec·re·tary [ˈsekrətəri, αμερικ -teri] ΟΥΣ
for·eign [ˈfɒrɪn, αμερικ ˈfɔ:rɪn] ΕΠΊΘ
1. foreign αμετάβλ (from another country):
2. foreign (of other countries):
3. foreign κατηγορ (not known):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
foreign, alien ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.