στο λεξικό PONS
for·eign sub·ˈsidi·ary ΟΥΣ
I. sub·sidi·ary [səbˈsɪdiəri, αμερικ -eri] ΕΠΊΘ
II. sub·sidi·ary [səbˈsɪdiəri, αμερικ -eri] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
for·eign [ˈfɒrɪn, αμερικ ˈfɔ:rɪn] ΕΠΊΘ
1. foreign αμετάβλ (from another country):
2. foreign (of other countries):
3. foreign κατηγορ (not known):
subsidiary ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
foreign subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
foreign, alien ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.