στο λεξικό PONS
ˈout·let ΟΥΣ
1. outlet for water:
2. outlet ΑΥΤΟΚ, ΤΕΧΝΟΛ:
-
- Abluftstutzen αρσ
3. outlet (means of expression):
4. outlet (store):
5. outlet ΜΜΕ:
6. outlet (market):
for·eign [ˈfɒrɪn, αμερικ ˈfɔ:rɪn] ΕΠΊΘ
1. foreign αμετάβλ (from another country):
2. foreign (of other countries):
3. foreign κατηγορ (not known):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
foreign outlet ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-
- Auslandsstelle θηλ
outlet ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Stützpunkt αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
foreign, alien ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.