στο λεξικό PONS
Ge·schäfts·füh·rung <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
Geschäftsführung → Geschäftsleitung
Geschäftsleitung ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Ge·schäfts·lei·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
1. Geschäftsleitung kein πλ:
2. Geschäftsleitung (Personen):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Geschäftsführung ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- Geschäftsführung (Unternehmensleitung)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.