Staats·se·kre·tär(in) <-s, -e; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
-
- Staatssekretär(in) αρσ (θηλ) <-s, -e; -, -nen>
- secretary βρετ
- Staatssekretär(in) αρσ (θηλ) <-s, -e; -, -nen>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.