I. stell·ver·tre·tend ΕΠΊΘ προσδιορ
- stellvertretend (vorübergehend)
- acting προσδιορ
- stellvertretend ΝΟΜ
-
- stellvertretend ΝΟΜ
-
- stellvertretend ΝΟΜ
-
II. stell·ver·tre·tend ΕΠΊΡΡ
1. stellvertretend (an jds Stelle):
-
- stellvertretend
-
- stellvertretend
-
- stellvertretend
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.