Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. office [βρετ ˈɒfɪs, αμερικ ˈɔfɪs, ˈɑfɪs] ΟΥΣ
1. office (room or place of work):
2. office (position):
II. offices ΟΥΣ ουσ πλ
1. offices (services):
στο λεξικό PONS
foreign [ˈfɒrɪn, αμερικ ˈfɔ:r-] ΕΠΊΘ
1. foreign (from another country):
2. foreign (involving other countries):
3. foreign μτφ (not known):
office [ˈɒfɪs, αμερικ ˈɑ:fɪs] ΟΥΣ
1. office (room for working):
foreign [ˈfɔr·ɪn] ΕΠΊΘ
1. foreign (from another country):
2. foreign (involving other countries):
office [ˈa·fɪs] ΟΥΣ
1. office (room for working):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.