Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. affair [βρετ əˈfɛː, αμερικ əˈfɛr] ΟΥΣ
1. affair (event, incident, thing):
2. affair (matter):
3. affair:
II. affairs ΟΥΣ ουσ πλ
1. affairs:
- affairs ΠΟΛΙΤ, ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ
- affaires θηλ πλ
- foreign affairs
-
- foreign/religious affairs correspondent ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ
-
foreign affairs ΟΥΣ ουσ πλ
- foreign affairs
-
religious affairs ΟΥΣ ουσ πλ
-
- unsuccessful love affairs
στο λεξικό PONS
affair [əˈfeəʳ, αμερικ -ˈfer] ΟΥΣ
1. affair (matter, business):
home affairs ΟΥΣ
home affairs πλ βρετ ΠΟΛΙΤ:
- home affairs
-
foreign affairs ΟΥΣ πλ
- foreign affairs
-
- clandestine affair
-
affair [ə·ˈfer] ΟΥΣ
1. affair (matter, business):
foreign affairs ΟΥΣ πλ
- foreign affairs
-
- clandestine affair
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- AEU
- af
- AFA
- afar
- AFB
- affairs
- affect
- affectation
- affected
- affectedly
- affecting