Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
occupation [ɔkypasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. occupation:
2. occupation (fait d'habiter un lieu):
3. occupation (pour protester):
4. occupation ΣΤΡΑΤ:
στο λεξικό PONS
occupation [ɔkypasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. occupation (activité):
2. occupation (métier):
3. occupation ΣΤΡΑΤ, ΙΣΤΟΡΊΑ:
occupation [ɔkypasjo͂] ΟΥΣ θηλ
1. occupation (activité):
2. occupation (métier):
3. occupation ΣΤΡΑΤ, ΙΣΤΟΡΊΑ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- occlusion
- occlusive
- occultation
- occulte
- occulter
- occupations
- occupé
- occuper
- occurrence
- OCDE
- océan