Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. margin|al (marginale) <αρσ πλ marginaux> [maʀʒinal, o] ΕΠΊΘ
1. marginal (secondaire):
- marginal (marginale) occupations, rôle
- marginal
2. marginal (non conformiste):
- marginal (marginale) artiste, métier
- fringe προσδιορ
5. marginal:
- marginal (marginale) ΟΙΚΟΝ, ΣΤΑΤ
- marginal
στο λεξικό PONS
I. marginal(e) <-aux> [maʀʒinal, o] ΕΠΊΘ
I. marginal(e) <-aux> [maʀʒinal, -o] ΕΠΊΘ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
marginal αρσ
- marginal
- marginal groups
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.