Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. amour|eux (amoureuse) [amuʀø, øz] ΕΠΊΘ
1. amoureux (de quelqu'un):
2. amoureux (passionné):
- déceptions amoureuses
-
στο λεξικό PONS
I. amoureux (-euse) [amuʀø, -øz] ΕΠΊΘ
I. amoureux (-euse) [amuʀø, -øz] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.