Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
quai [kɛ] ΟΥΣ αρσ
2. quai (berge aménagée):
-
- quai αρσ
-
- quai αρσ
-
- quai αρσ
-
- quai αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.