Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. qualificat|if (qualificative) [kalifikatif, iv] ΕΠΊΘ
1. qualificatif ΓΛΩΣΣ:
- qualificatif (qualificative) adjectif
-
2. qualificatif ΑΘΛ:
- qualificatif (qualificative) épreuve
-
-
- qualificatif αρσ
-
- qualificatif/-ive
στο λεξικό PONS
I. qualificatif (-ive) [kalifikatif, -iv] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ
- adjectif qualificatif
-
II. qualificatif (-ive) [kalifikatif, -iv] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (expression)
- qualificatif (-ive)
-
-
- qualificatif(-ive)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- adjectif qualificatif