Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. adject|if (adjective) [adʒɛktif, iv] ΕΠΊΘ
adjectif forme, locution:
- adjectif (adjective)
-
II. adject|if ΟΥΣ αρσ
adject|if αρσ:
- adjectif déterminatif
-
- adjectif attribut
-
στο λεξικό PONS
adjectif [adʒɛktif] ΟΥΣ αρσ
- adjectif
-
- adjectif épithète
-
- adjectif qualificatif
-
- adjectif épithète
-
- attribut adjectif
-
- s'accorder avec qc verbe, adjectif
-
-
- adjectif αρσ
adjectif [adʒɛktif] ΟΥΣ αρσ
- adjectif
-
- adjectif épithète
-
- adjectif qualificatif
-
- adjectif épithète
-
- attribut adjectif
-
- s'accorder avec qc verbe, adjectif
-
-
- adjectif αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.