Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
épithète [epitɛt] ΟΥΣ θηλ
1. épithète ΓΛΩΣΣ:
- épithète
-
2. épithète (qualificatif):
- épithète
-
στο λεξικό PONS
- adjectif épithète
-
- adjectif épithète
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.