στο λεξικό PONS
es·tab·lish·ment [ɪˈstæblɪʃmənt, esˈ-] ΟΥΣ
1. establishment (business):
2. establishment + ενικ/pl ρήμα ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ (staff):
3. establishment (organization):
4. establishment no pl (ruling group):
5. establishment (act of setting up):
I. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ
1. capital (city):
2. capital (letter):
4. capital no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ modifier
1. capital (principal):
2. capital (upper case):
3. capital ΝΟΜ:
4. capital (of business assets):
5. capital (invested funds):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
establishment capital ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
establishment ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Anstalt θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.