στο λεξικό PONS
capi·tal ex·ˈten·sion ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
I. ex·ten·sion [ɪkˈsten(t)ʃən, ekˈ-] ΟΥΣ
II. ex·ten·sion [ɪkˈsten(t)ʃən, ekˈ-] ΟΥΣ modifier αμερικ, αυστραλ ΠΑΝΕΠ
I. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ
1. capital (city):
2. capital (letter):
4. capital no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ modifier
1. capital (principal):
2. capital (upper case):
3. capital ΝΟΜ:
4. capital (of business assets):
5. capital (invested funds):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
capital extension ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
capital extension effect ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
extension ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.