στο λεξικό PONS
di·lu·tion [daɪˈlu:ʃən] ΟΥΣ
2. dilution (liquid):
3. dilution no pl μτφ (weakening):
4. dilution ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- dilution of equity [or shareholding]
-
I. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ
1. capital (city):
2. capital (letter):
4. capital no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ modifier
1. capital (principal):
2. capital (upper case):
3. capital ΝΟΜ:
4. capital (of business assets):
5. capital (invested funds):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
capital dilution ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
capital dilution hedge clause ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
dilution ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Verwässerung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.