pd
pd → paid
- pd
-
I. pay [βρετ peɪ, αμερικ peɪ] ΟΥΣ
II. pay <απλ παρελθ, μετ παρακειμ paid> [βρετ peɪ, αμερικ peɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. pay (for goods, services):
2. pay (for regular work):
3. pay ΧΡΗΜΑΤΟΠ (accrue) account, bond:
4. pay (give):
5. pay (benefit):
III. pay <απλ παρελθ, μετ παρακειμ paid> [βρετ peɪ, αμερικ peɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. pay (hand over money):
2. pay (settle):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.