Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
chèrement [ʃɛʀmɑ̃] ΕΠΊΡΡ (difficilement)
στο λεξικό PONS
chèrement [ʃɛʀmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
chèrement payer, vendre:
- chèrement
-
chèrement [ʃɛʀmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
chèrement payer, vendre:
- chèrement
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.