pd
pd → paid
I. pay <παρελθ & μετ παρακειμ paid> [αμερικ peɪ, βρετ peɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
1.1. pay:
1.2. pay employee/creditor/tradesperson:
II. pay <παρελθ & μετ παρακειμ paid> [αμερικ peɪ, βρετ peɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1.1. pay (with money):
1.2. pay (with money):
2. pay (suffer):
III. pay <παρελθ & μετ παρακειμ paid> [αμερικ peɪ, βρετ peɪ] ΡΉΜΑ απρόσ ρήμα
IV. pay [αμερικ peɪ, βρετ peɪ] ΟΥΣ U
paid2 ΕΠΊΘ
1. paid:
paid1 [αμερικ peɪd, βρετ peɪd] παρελθ & παρελθ part pay
PD ΟΥΣ
PD (in US) → Police Department
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.