Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
payant (payante) [pɛjɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
2. payant (qu'il faut payer):
στο λεξικό PONS
payant(e) [pɛjɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. payant (↔ gratuit):
2. payant (rentable):
payant(e) [pɛjɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. payant (↔ gratuit):
2. payant (rentable):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.