Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
basic law ΟΥΣ
-
- ≈ Constitution θηλ
law [βρετ lɔː, αμερικ lɔ] ΟΥΣ
1. law U (body of rules):
2. law ΝΟΜ (rule):
3. law (justice):
στο λεξικό PONS
basic ΕΠΊΘ
1. basic (fundamental):
2. basic (lowest in level):
law [lɔ:, αμερικ lɑ:] ΟΥΣ
1. law (rule, set of rules):
basic ΕΠΊΘ
1. basic (fundamental):
2. basic (lowest in level):
law [lɔ] ΟΥΣ
1. law (rule, set of rules):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.