Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καμ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: καν , και , καρό , καρέ , καπό , κανό , καλώ , καλό , καλέ , καίω , καθ' , κατά , καλά , κακό , κακά και κάμα

και [cɛ] vor Vokal auch, κι [c] ΣΎΝΔ

κάμα [ˈkama] SUBST θηλ

Dolch αρσ

I . κακά [kaˈka] SUBST ουδ πλ

1. κακά χυδ:

Kacke θηλ ενικ

2. κακά (στη γλώσσα παιδιών):

Aa ουδ ενικ

II . κακά [kaˈka] ΕΠΊΡΡ (όχι καλά)

κακό [kaˈkɔ] SUBST ουδ

2. κακό (κακό και δυσάρεστο πράγμα):

Übel ουδ
das Hauptübel ουδ

καλά [kaˈla] ΕΠΊΡΡ

gut

I . κατά [ˈkata [ή ]kaˈta] in bestimmten Fügungen vor Vokal auch, κατ' [kat], καθ' [kaθ] PREP +αιτ

2. κατά (δηλώνοντας κατεύθυνση):

3. κατά (δηλώνοντας χρονική εγγύτητα):

4. κατά (δηλώνοντας χρονική σύμπτωση):

während +γεν

II . κατά [ˈkata [ή ]kaˈta] in bestimmten Fügungen vor Vokal auch, κατ' [kat], καθ' [kaθ] PREP +γεν [kaˈta] (εναντίον)

III . κατά [ˈkata [ή ]kaˈta] in bestimmten Fügungen vor Vokal auch, κατ' [kat], καθ' [kaθ] ΕΠΊΡΡ [kaˈta] (εναντίον)

I . καίω <έκαψα, κάηκα, καμένος> [ˈcɛɔ] VERB μεταβ

II . καίω <έκαψα, κάηκα, καμένος> [ˈcɛɔ] VERB αμετάβ

2. καίω (είμαι καυτός):

καλ|ώ <-είς, -εσα, -έστηκα [ή κλήθηκα], -εσμένος> [kaˈlɔ] VERB μεταβ

1. καλώ (προσκαλώ: σε γλέντι):

4. καλώ ΤΗΛ:

5. καλώ (διατάζω):

6. καλώ (ονοματίζω):

κανό [kaˈnɔ] SUBST ουδ αμετάβλ

Kanu ουδ

καπό [kaˈpɔ] SUBST ουδ αμετάβλ

καρέ [kaˈrɛ] SUBST ουδ

1. καρέ (τετράγωνο):

Quadrat ουδ

2. καρέ (κέντημα):

Deckchen ουδ

3. καρέ (ομάδα τεσσάρων):

Quartett ουδ
vier Asse ουδ πλ

4. καρέ ΚΙΝΗΜ:

Frame αρσ
Bild ουδ

5. καρέ ΑΘΛ:

der Torraum αρσ ενικ

6. καρέ (στο πόκερ):

Vierling αρσ

καρό [kaˈrɔ] SUBST ουδ αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский