Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καμακώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καμακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kamaˈcizɔ] VERB μεταβ

1. καμακώνω (ψαρεύω):

καμακώνω

2. καμακώνω οικ (κορίτσι):

καμακώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский