Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καμάρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καμάρα [kaˈmara] SUBST θηλ

1. καμάρα (αψίδα):

καμάρα
Bogen αρσ

2. καμάρα (θόλος):

καμάρα
Gewölbe ουδ

3. καμάρα (σε ακροθαλασσιά):

φυσική καμάρα
Brandungstor ουδ

κάμαρα [ˈkamara], κάμερα [ˈkamɛra] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με καμάρα

φυσική καμάρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский