στο λεξικό PONS
Ab·lei·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
2. Ableitung ΓΛΩΣΣ, ΦΥΣ ΕΠΙΣΤ:
3. Ableitung ΜΑΘ:
Lei·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Leitung kein πλ:
2. Leitung (leitendes Gremium):
5. Leitung ΤΗΛ:
Zu·lei·tung <-, ohne pl -, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Zuleitung kein πλ τυπικ (das Übermitteln):
-
- forwarding no άρθ, no πλ
Lei·tungs·mast <-(e)s, -e(n)> ΟΥΣ αρσ ΗΛΕΚ
Lei·tungs·rohr <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Lei·tungs·wi·der·stand <-(e)s, -stände> ΟΥΣ αρσ ΗΛΕΚ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ableitung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Leitung ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Leitungsgebühr ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Leitungsbefugnis ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Begleitung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Überleitungsrecht ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Überleitungsrechnung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Überleitungstabelle ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Preis-Leistungs-Verhältnis ΟΥΣ ουδ
- vernünftiges Preis-Leistungs-Verhältnis ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Leitungsteam ΟΥΣ ουδ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Kupfer-Druckleitung
Montageanleitung
Reparaturanleitung
Druckleitung
Flüssigkeitsleitung
Saugsammelleitung
Steigleitung
Nacheinspritzleitung
Saugleitung
Kupfer-Flüssigkeitsleitung
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.