στο λεξικό PONS
I. ver·nünf·tig [fɛɐ̯ˈnʏnftɪç] ΕΠΊΘ
1. vernünftig (einsichtig):
2. vernünftig (einleuchtend):
3. vernünftig οικ:
II. ver·nünf·tig [fɛɐ̯ˈnʏnftɪç] ΕΠΊΡΡ οικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
- vernünftiges Preis-Leistungs-Verhältnis ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.