στο λεξικό PONS
Da·ten1 [ˈda:tn̩]
Daten πλ: Datum
Da·tum <-s, Daten> [ˈda:tʊm, πλ ˈda:tn̩] ΟΥΣ ουδ
Da·tum <-s, Daten> [ˈda:tʊm, πλ ˈda:tn̩] ΟΥΣ ουδ
I. elek·trisch [eˈlɛktrɪʃ] ΕΠΊΘ
1. elektrisch (durch Strom bewirkt):
2. elektrisch (mit Strom betrieben):
3. elektrisch (Strom führend):
II. elek·trisch [eˈlɛktrɪʃ] ΕΠΊΡΡ (mit elektrischem Strom)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
elektrisch
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Elektrische Daten
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.